- πυριέθειρα
- πῠρι-έθειρα, ἡ,A with tresses of fire,
ἀστραπά B.16.56
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστραπά B.16.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυριέθειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για την αστραπή) αυτή που μοιάζει να έχει πύρινη κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἔθειρα «κόμη» (πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα)] … Dictionary of Greek
πυριέθειραν — πυριέθειρα with tresses of fire fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)